- υδραίικος
- -η, -ο, Ν [Υδραίος]1. ο σχετικός με την Ύδρα («υδραίικα έθιμα»)2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («υδραίικο κανάτι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδραίικος, -η — και ια, ικο και υδραϊκός, ή, ό που ανήκει στην Ύδρα ή έχει σχέση μ’ αυτήν ή προέρχεται από αυτήν: Υδραίικα καράβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek